Ταύρια

Ταύρια
Αρχαιότατη γιορτή των Ελλήνων στα προχριστιανικά χρόνια. Η γιορτή γινόταν για να τιμηθεί ο Ποσειδώνας, Θυσίαζαν σε αυτήν μαύρους ταύρους και από το γεγονός αυτό πήρε την ονομασία της. Ο μήνας στον οποίο την γιόρταζαν ονομαζόταν Ταυρεών.
* * *
Α
βλ. ταύρειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ταυρία — Ταυρίᾱ , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem nom/voc/acc dual Ταυρίᾱ , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταυρίᾳ — Ταυρίᾱͅ , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταυρίας — Ταυρίᾱς , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem acc pl Ταυρίᾱς , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταυρίαν — Ταυρίᾱν , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TAURIA — Graece Ταύρια, festum Neptuni, apud Hesychium in Ταύρια, qui Taurius dictus est, Suidae in Ταυρίδιον; exeo quod eidem prae aliis, ut et Apollini, taurorum sacra fierent, idque interdum ex oraculo, uti docet Pausan. in Phocicis. Vide in voce… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”